πυοσφαίριο

πυοσφαίριο
το, Ν
ιατρ. εκφυλισμένο πολυμορφοπύρηνο λευκό αιμοσφαίριο που αποτελεί το κύριο συστατικό τού πύου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύον + σφαίρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυοκύτταρο — το, Ν βιολ. πυοσφαίριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyocyte (< πύον + κύτταρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αίμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”